Είδη δεδηλωμένης (Σχετική & Απόλυτη)
Σχετική αρχή της δεδηλωμένης
Η αρχή της δεδηλωμένης είναι βασική αρχή του Κοινοβουλευτικού συστήματος επειδή προσδιορίζει την κυβέρνηση που θα διοριστεί. Η διατύπωση της στον λόγο του θρόνου «ως απαραίτητον προσόν των καλουμένων…εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του έθνους» διευκρινίζει ότι οι καλούμενοι στην κυβέρνηση δεν αρκεί να ανήκουν στην πλειοψηφία αλλά απαιτείται επιπλέον να υποδεικνύονται από αυτή. Όμως πολλά προβλήματα γεννώνται από το διαλεκτικό περιεχόμενό της επειδή η εφαρμογή της, προϋποθέτει την ύπαρξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Δε ρυθμίζει τις περιπτώσεις εκείνες που δεν υπάρχει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Το κανονιστικό περιεχόμενο της δεν είναι πραγματοποιούμενο σε κάθε περίπτωση, αλλά εξαρτάται από την πολιτική πραγματικότητα. Διαπιστώνεται η αδυναμία καθολικής εφαρμογής της αφού επιτρέπει τον διορισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη, αναβιώνοντας έτσι την εξουσία επιλογής του ανώτατου άρχοντα, για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ατελής. Όπως προαναφέρθηκε λειτούργησε ως «συνθήκη του πολιτεύματος» στερούμενη έτσι νομικού χαρακτήρα και νομικών κυρώσεων. Ένα αιώνα μετά την διακήρυξη της, με το Σύνταγμα του 1975 ρυθμίζεται η ατελής αρχή της δεδηλωμένης. Σύμφωνα με το άρθρο 37 όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο δίνεται υποχρεωτικά διερευνητική εντολή στον αρχηγό της σχετικής πλειοψηφίας. Σε περίπτωση αποτυχίας της πρώτης διερευνητικής εντολής με την αδυναμία του αρχηγού να σχηματίσει πλειοψηφία δίνεται και δεύτερη διερευνητική εντολή. Μετά και τη δεύτερη αποτυχία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) έχει την αρμοδιότητα «…να διορίσει πρωθυπουργόν, μετά γνώμην του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, μέλος ή μη της Βουλής, δυνάμενον κατά την κρίσην του να τύχει ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής,» (αρθρ. 37 § 4 Σ ). Συνεπώς ατελής ή σχετική αρχή της δεδηλωμένης είναι η αρχή κατά την οποία όταν υπάρχει δεδηλωμένη στο κοινοβούλιο επιβάλλεται ο διορισμός κυβέρνησης από την πλειοψηφία. Αντίθετα, όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη, επιτρέπεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας.
Απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης
Η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωμένης θεμελιώνεται για πρώτη φορά στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1986 με το άρθρο 37. Ειδικότερα στο πρώτο σκέλος της 2ης παραγράφου του άρθρου 37 η τέλεια αρχή είναι η ίδια με την ατελή και η κυβέρνηση θα έχει υποδειχθεί από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου εφόσον η τελευταία είναι δεδηλωμένη. Το περιεχόμενο όμως της τέλειας αρχής της δεδηλωμένης είναι ευρύτερο καθώς δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή την περίπτωση αλλά ρυθμίζει και την περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει δεδηλωμένη πλειοψηφία. Στη δεύτερη περίπτωση η αρχή της δεδηλωμένης επιτάσσει την απόπειρα σχηματισμού κυβέρνησης μέσω των διερευνητικών εντολών. Αν αποτύχει και αυτή η διαδικασία, το Σύνταγμα ορίζει τη σύγκληση των αρχηγών των κομμάτων και ως επόμενο στάδιο, την προκήρυξη εκλογών. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει την κυβέρνηση μειοψηφίας. Έτσι η αρχή της δεδηλωμένης ολοκληρώνεται και αποκτά καθολικό περιεχόμενο. Το νέο στοιχείο που κόμισε η αναθεώρηση του 1986, μέσω του άρθρου 37, είναι η κατάργηση κάθε πολιτικής ευχέρειας του ΠτΔ να διορίζει πρωθυπουργό οποιονδήποτε και να «κατασκευάζει» κοινοβουλευτική πλειοψηφία ενός κόμματος ή συνασπισμού εάν δεν υπάρχει αυτή στη Βουλή. Με την νέα διατύπωση όταν στη βουλή δεν σχηματίζεται απόλυτη πλειοψηφία ο ΠτΔ είναι υποχρεωμένος να δώσει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του πρώτου κόμματος, για να εξακριβώσει αν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής και αν αυτή η εντολή αποτύχει στον αρχηγό του δεύτερου και στην συνέχεια του τρίτου κόμματος. Μάλιστα δε, αν υπάρχουν δύο κόμματα ισοδύναμα στην τρίτη θέση μπορεί να δοθεί και τέταρτη διερευνητική εντολή. Με την διερευνητική εντολή δεν σχηματίζεται κυβέρνηση, δηλαδή δεν ορκίζεται ο εντολοδόχος πρωθυπουργός και υπουργοί ούτε έχει υποχρέωση να εμφανιστεί στη βουλή για να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, απλώς διερευνά τις δυνατότητες στήριξης κυβέρνησης συνεργασίας στη βουλή. Αν αποτύχουν όλες οι διερευνητικές εντολές, ο ΠτΔ καλεί όλους τους αρχηγούς κομμάτων που εκπροσωπούνται στη βουλή σε μια τελευταία προσπάθεια για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Αν και αυτή η προσπάθεια δεν τελεσφορήσει, μόνη λύση είναι οι εκλογές. Οι εκλογές αυτές διενεργούνται από ειδική κυβέρνηση που μπορεί να σχηματιστεί ως εξής : α) Αν όλα τα κόμματα συμφωνούν, σχηματίζουν οικουμενική κυβέρνηση, β) Αν αυτό δεν είναι δυνατό, αναθέτει την πρωθυπουργία σ’ ένα ανώτατο δικαστικό ( τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού συνεδρίου ), ο οποίος είναι υποχρεωμένος να σχηματίσει κυβέρνηση όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής. Μόλις διοριστεί κυβέρνηση, ο ΠτΔ διαλύει τη βουλή και προκηρύσσει εκλογές σε τριάντα μέρες. Η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωμένης είναι δυνατό να αναλυθεί ως ακολούθως : Όταν πριν το διορισμό του υπουργικού συμβουλίου υπάρχει πλειοψηφία ικανή να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση, πρωθυπουργός και υπουργοί διορίζονται, οι υποδεικνυόμενοι από την πλειοψηφία. Όταν δεν υπάρχει απαραίτητη πλειοψηφία δεν είναι δυνατός ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας και προκηρύσσονται εκλογές. Στην πραγματικότητα λοιπόν η αναθεώρηση του 1986 αποτέλεσε το επιστέγασμα της αρχής και βασανιστικής εξέλιξης, η οποία ξεκίνησε το 1875 με την αρχή της «δεδηλωμένης» και διήλθε μέσα από τις οδυνηρές εμπειρίες των βασιλικών εκτροπών από τον κοινοβουλευτισμό, όπως για παράδειγμα ο εθνικός διχασμός το 1915 και η αποστασία το 1965. Βέβαια, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, «η μείζων κατοχύρωση του κοινοβουλευτισμού έχει ως επακόλουθο και τη μείζονα κατοχύρωση της δημοκρατικής αρχής καθ’ εαυτήν, δεδομένου ότι συνεπάγεται ενίσχυση της Βουλής ως νομοθετικού και κυρίως ως αντιπροσωπευτικού οργάνου» . Υπό την έννοια αυτή μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αναθεώρηση του 1986 αποτέλεσε μια δημοκρατική κατάκτηση, η οποία έχει ήδη παγιωθεί.
Σχέση και διαφορές τέλειας και ατελούς αρχής
Στις περιπτώσεις, που υπάρχει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, η τέλεια με την ατελή αρχή της δεδηλωμένης δεν διαφέρουν αλλά συμπίπτουν. Ο αρχηγός του κράτους είναι υποχρεωμένος να διορίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Σύμφωνα με την τέλεια, εάν δεν υπάρχει απαιτούμενη πλειοψηφία, είναι αναγκαία η προσφυγή σε εκλογές. Αντίθετα στην ατελή, δεν προκύπτει αυτή η λύση. Από την τέλεια αρχή απαγορεύεται απόλυτα ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας ενώ από την ατελή ο τελευταίος είναι δυνατός σε ορισμένες περιπτώσεις κυρίως όταν δεν υπάρχει απαιτούμενη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Η παρούσα δημοσίευση αφορά τμήμα της εργασίας που εκπόνησε η δικηγόρος https://www.kreki.gr κατά την προπτυχιακή της φοίτηση.
Η αρχή της δεδηλωμένης είναι βασική αρχή του Κοινοβουλευτικού συστήματος επειδή προσδιορίζει την κυβέρνηση που θα διοριστεί. Η διατύπωση της στον λόγο του θρόνου «ως απαραίτητον προσόν των καλουμένων…εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του έθνους» διευκρινίζει ότι οι καλούμενοι στην κυβέρνηση δεν αρκεί να ανήκουν στην πλειοψηφία αλλά απαιτείται επιπλέον να υποδεικνύονται από αυτή. Όμως πολλά προβλήματα γεννώνται από το διαλεκτικό περιεχόμενό της επειδή η εφαρμογή της, προϋποθέτει την ύπαρξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Δε ρυθμίζει τις περιπτώσεις εκείνες που δεν υπάρχει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Το κανονιστικό περιεχόμενο της δεν είναι πραγματοποιούμενο σε κάθε περίπτωση, αλλά εξαρτάται από την πολιτική πραγματικότητα. Διαπιστώνεται η αδυναμία καθολικής εφαρμογής της αφού επιτρέπει τον διορισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη, αναβιώνοντας έτσι την εξουσία επιλογής του ανώτατου άρχοντα, για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ατελής. Όπως προαναφέρθηκε λειτούργησε ως «συνθήκη του πολιτεύματος» στερούμενη έτσι νομικού χαρακτήρα και νομικών κυρώσεων. Ένα αιώνα μετά την διακήρυξη της, με το Σύνταγμα του 1975 ρυθμίζεται η ατελής αρχή της δεδηλωμένης. Σύμφωνα με το άρθρο 37 όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο δίνεται υποχρεωτικά διερευνητική εντολή στον αρχηγό της σχετικής πλειοψηφίας. Σε περίπτωση αποτυχίας της πρώτης διερευνητικής εντολής με την αδυναμία του αρχηγού να σχηματίσει πλειοψηφία δίνεται και δεύτερη διερευνητική εντολή. Μετά και τη δεύτερη αποτυχία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) έχει την αρμοδιότητα «…να διορίσει πρωθυπουργόν, μετά γνώμην του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, μέλος ή μη της Βουλής, δυνάμενον κατά την κρίσην του να τύχει ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής,» (αρθρ. 37 § 4 Σ ). Συνεπώς ατελής ή σχετική αρχή της δεδηλωμένης είναι η αρχή κατά την οποία όταν υπάρχει δεδηλωμένη στο κοινοβούλιο επιβάλλεται ο διορισμός κυβέρνησης από την πλειοψηφία. Αντίθετα, όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη, επιτρέπεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας.
Απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης
Η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωμένης θεμελιώνεται για πρώτη φορά στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1986 με το άρθρο 37. Ειδικότερα στο πρώτο σκέλος της 2ης παραγράφου του άρθρου 37 η τέλεια αρχή είναι η ίδια με την ατελή και η κυβέρνηση θα έχει υποδειχθεί από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου εφόσον η τελευταία είναι δεδηλωμένη. Το περιεχόμενο όμως της τέλειας αρχής της δεδηλωμένης είναι ευρύτερο καθώς δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή την περίπτωση αλλά ρυθμίζει και την περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει δεδηλωμένη πλειοψηφία. Στη δεύτερη περίπτωση η αρχή της δεδηλωμένης επιτάσσει την απόπειρα σχηματισμού κυβέρνησης μέσω των διερευνητικών εντολών. Αν αποτύχει και αυτή η διαδικασία, το Σύνταγμα ορίζει τη σύγκληση των αρχηγών των κομμάτων και ως επόμενο στάδιο, την προκήρυξη εκλογών. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει την κυβέρνηση μειοψηφίας. Έτσι η αρχή της δεδηλωμένης ολοκληρώνεται και αποκτά καθολικό περιεχόμενο. Το νέο στοιχείο που κόμισε η αναθεώρηση του 1986, μέσω του άρθρου 37, είναι η κατάργηση κάθε πολιτικής ευχέρειας του ΠτΔ να διορίζει πρωθυπουργό οποιονδήποτε και να «κατασκευάζει» κοινοβουλευτική πλειοψηφία ενός κόμματος ή συνασπισμού εάν δεν υπάρχει αυτή στη Βουλή. Με την νέα διατύπωση όταν στη βουλή δεν σχηματίζεται απόλυτη πλειοψηφία ο ΠτΔ είναι υποχρεωμένος να δώσει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του πρώτου κόμματος, για να εξακριβώσει αν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής και αν αυτή η εντολή αποτύχει στον αρχηγό του δεύτερου και στην συνέχεια του τρίτου κόμματος. Μάλιστα δε, αν υπάρχουν δύο κόμματα ισοδύναμα στην τρίτη θέση μπορεί να δοθεί και τέταρτη διερευνητική εντολή. Με την διερευνητική εντολή δεν σχηματίζεται κυβέρνηση, δηλαδή δεν ορκίζεται ο εντολοδόχος πρωθυπουργός και υπουργοί ούτε έχει υποχρέωση να εμφανιστεί στη βουλή για να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, απλώς διερευνά τις δυνατότητες στήριξης κυβέρνησης συνεργασίας στη βουλή. Αν αποτύχουν όλες οι διερευνητικές εντολές, ο ΠτΔ καλεί όλους τους αρχηγούς κομμάτων που εκπροσωπούνται στη βουλή σε μια τελευταία προσπάθεια για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Αν και αυτή η προσπάθεια δεν τελεσφορήσει, μόνη λύση είναι οι εκλογές. Οι εκλογές αυτές διενεργούνται από ειδική κυβέρνηση που μπορεί να σχηματιστεί ως εξής : α) Αν όλα τα κόμματα συμφωνούν, σχηματίζουν οικουμενική κυβέρνηση, β) Αν αυτό δεν είναι δυνατό, αναθέτει την πρωθυπουργία σ’ ένα ανώτατο δικαστικό ( τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού συνεδρίου ), ο οποίος είναι υποχρεωμένος να σχηματίσει κυβέρνηση όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής. Μόλις διοριστεί κυβέρνηση, ο ΠτΔ διαλύει τη βουλή και προκηρύσσει εκλογές σε τριάντα μέρες. Η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωμένης είναι δυνατό να αναλυθεί ως ακολούθως : Όταν πριν το διορισμό του υπουργικού συμβουλίου υπάρχει πλειοψηφία ικανή να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση, πρωθυπουργός και υπουργοί διορίζονται, οι υποδεικνυόμενοι από την πλειοψηφία. Όταν δεν υπάρχει απαραίτητη πλειοψηφία δεν είναι δυνατός ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας και προκηρύσσονται εκλογές. Στην πραγματικότητα λοιπόν η αναθεώρηση του 1986 αποτέλεσε το επιστέγασμα της αρχής και βασανιστικής εξέλιξης, η οποία ξεκίνησε το 1875 με την αρχή της «δεδηλωμένης» και διήλθε μέσα από τις οδυνηρές εμπειρίες των βασιλικών εκτροπών από τον κοινοβουλευτισμό, όπως για παράδειγμα ο εθνικός διχασμός το 1915 και η αποστασία το 1965. Βέβαια, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, «η μείζων κατοχύρωση του κοινοβουλευτισμού έχει ως επακόλουθο και τη μείζονα κατοχύρωση της δημοκρατικής αρχής καθ’ εαυτήν, δεδομένου ότι συνεπάγεται ενίσχυση της Βουλής ως νομοθετικού και κυρίως ως αντιπροσωπευτικού οργάνου» . Υπό την έννοια αυτή μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αναθεώρηση του 1986 αποτέλεσε μια δημοκρατική κατάκτηση, η οποία έχει ήδη παγιωθεί.
Σχέση και διαφορές τέλειας και ατελούς αρχής
Στις περιπτώσεις, που υπάρχει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, η τέλεια με την ατελή αρχή της δεδηλωμένης δεν διαφέρουν αλλά συμπίπτουν. Ο αρχηγός του κράτους είναι υποχρεωμένος να διορίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Σύμφωνα με την τέλεια, εάν δεν υπάρχει απαιτούμενη πλειοψηφία, είναι αναγκαία η προσφυγή σε εκλογές. Αντίθετα στην ατελή, δεν προκύπτει αυτή η λύση. Από την τέλεια αρχή απαγορεύεται απόλυτα ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας ενώ από την ατελή ο τελευταίος είναι δυνατός σε ορισμένες περιπτώσεις κυρίως όταν δεν υπάρχει απαιτούμενη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Η παρούσα δημοσίευση αφορά τμήμα της εργασίας που εκπόνησε η δικηγόρος https://www.kreki.gr κατά την προπτυχιακή της φοίτηση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου